αποσβολώνω — αποσβολώνω, αποσβόλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποσβολώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, αλείφω κάποιον με ασβόλη (καπνιά), ντροπιάζω, τον κάνω να μείνει άφωνος: Ύστερα από εκείνα που του είπα στεκόταν μπροστά μου σαν αποσβολωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απασβολώ — ἀπασβολῶ (όω) (Μ) βλ. αποσβολώνω … Dictionary of Greek
απολιθώνω — (AM ἀπολιθῶ, όω) [λιθώνω] μεταβάλλω, μεταμοφώνω σε λίθο νεοελλ. κάνω κάποιον να μείνει άναυδος, ακίνητος, τον αποσβολώνω … Dictionary of Greek
ασβολώνω — (AM ἀσβολῶ, όω) [άσβολος] μαυρίζω, σκεπάζω με καπνιά νεοελλ. 1. τυφλώνω 2. κάνω κάποιον να χάσει τη διαύγεια του πνεύματος (πρβλ. αποσβολώνω) 3. (μτχ.) ασβολωμένος α) άτυχος, δυστυχισμένος («επέρνα μέρες σκοτεινές, νύκτες ασβολωμένες») β)… … Dictionary of Greek
κατακεραυνώνω — και κατακεραυνώ (AM κατακεραυνῶ, όω) χτυπώ με κεραυνό, κεραυνοβολώ νεοελλ. μτφ. κάνω κάποιον να μείνει άφωνος, άναυδος, τόν αποσβολώνω … Dictionary of Greek
κεραυνοβολώ — (ΑΜ κεραυνοβολῶ, έω) [κεραυνοβόλος] 1. εξακοντίζω κεραυνό, κεραυνώνω 2. μτφ. πέφτω απότομα σαν κεραυνός νεοελλ. καταπλήσσω, αποσβολώνω, αφήνω κάποιον άναυδο … Dictionary of Greek
Α,α — Το γράμμα που παρέμεινε επικεφαλής του αλφαβήτου, σε όλη τη διάρκεια και τις φάσεις της ιστορίας του. Προήλθε από το πρώτο σύμβολο του φοινικικού αλφαβήτου, που είχε το γραμμικό σχήμα ⊄, δηλαδή περίπου το σχήμα της κεφαλής του ταύρου και… … Dictionary of Greek
κεραυνοβολώ — και κεραυνοβολάω κεραυνοβόλησα, κεραυνοβολήθηκα, κεραυνοβολημένος, κατακεραυνώνω, αποσβολώνω, αποστομώνω: Τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεραυνώνω — κεραύνωσα, κεραυνώθηκα, κεραυνωμένος, κεραυνοβολώ, κατακεραυνώνω, αποσβολώνω: Τον κεραύνωσε μ αυτά που του πε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)